- προψηνίζω
- Αερινάζω από πριν, κεντρίζω από πριν σύκα ή άλλους καρπούς με ψήνες, με μικρά έντομα που τούς γονιμοποιούν, επιταχύνοντας έτσι την ωρίμασή τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ψηνίζω «κεντρίζω ήμερα σύκα με ψήνες»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.